Τότε, ξύλινο παρκέ είχαν μόνο δύο γήπεδα στην Αθήνα, το Σπόρτιγκ και ο Μίλωνας. Αν μέτραγες τα στεφάνια, θα ανακάλυπτες ότι το ύψος της στεφάνης είχε διαφορές από γήπεδο σε γήπεδο. Μάλλον τα ψηλότερα – “κανονικά” – ήταν αυτά στο Σπόρτιγκ, που είχαν και σταθερή βάση σε πυλώνα. Στα συντριπτικά περισσότερα άλλα γήπεδα, τα ταμπλό και τα στεφάνια κρέμονταν με συρματόσχοινα από την οροφή. Κι οι υπεύθυνοι του γηπέδου δεν άφηναν τους γκαζωμένους έφηβους να καρφώνουν μην τυχόν και σπάσουν το καλάθι.
Οι ομάδες είχαν λίγες “καλές” μπάλες και δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο να κάνεις προπόνηση με άλλες μπάλες και να παίζεις με άλλες.
Οι περισσότερες ομάδες, ακόμα και οι ΠΑΟ, ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ, ΑΕΚ, δεν έκαναν κάθε μέρα προπόνηση γιατί δεν είχαν διαθέσιμο γήπεδο.
Άλλαξαν τόσα πολλά που κάνει εντύπωση ότι το παιχνίδι παραμένει ίδιο. Ίδιο γιατί οι βασικές αρχές του παραμένουν ίδιες. Ίδιο ως προς την επιβράβευση της ομαδικότητας, της μπασκετικής ευφυίας, του χαρακτήρα. Από την άλλη πλευρά, πάρα πολλά έχουν αλλάξει.
Έχουν αλλάξει οι συνθήκες για τους παίκτες.
Είναι επαγγελματίες. Κι όσοι δεν είναι, σε μικρότερες κατηγορίες, έχουν και σημαντικά έσοδα ή / και επαγγελματίες προπονητές, γυμναστές, ιατρούς.
Έχουν παραστάσεις. Πριν καν ασχοληθούν με το άθλημα έχουν απεριόριστη πρόσβαση να παρακολουθούν παιχνίδια, αφιερώματα ακόμα και προπονητικά drills στο διαδίκτυο. Έχουν γήπεδο, μπάλες, υλικό προπόνησης και – πάνω από όλα – καθοδήγηση για το πώς θα δουλέψουν σωστά.
Επίσης, άλλαξε η σωματομετρία.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, έπαιξες σέντερ στην Α’ Εθνική ακόμα κι αν ήσουν κοντά στα δύο μέτρα. Κοντά στο 1,80 ήσουν μια χαρά πλέι-μέικερ.
Έχουν αλλάξει οι κανονισμοί. Η καθεμία από τις παρακάτω αλλαγές, άλλαξε πάρα πολλά στο παιχνίδι.
Μετά από μια μεγάλη εισαγωγή, είναι ώρα να δούμε το βασικό θέμα. Ένας τομέας του παιχνιδιού που φαίνεται μεγάλη διαφορά είναι οι επιθετικές κινήσεις. Κάποιες εγκαταλείφθηκαν, κάποιες εμφανίστηκαν και καθιερώθηκαν.
Ακόμα και στο παρελθόν, δεν ήταν συνηθισμένο στυλ εκτέλεσης ελεύθερων βολών η βολή-κουτάλα. Έπιανες την μπάλα με τα δύο χέρια, την κράταγες χαμηλά, ανάμεσα στα γόνατά σου και της έδινες μια τροχιά πολύ πιο ψηλοκρεμαστή από όσο με άλλες τεχνικές. Το πλεονέκτημα ήταν ότι με τα δύο χέρια ήταν πιο εύκολο να δώσεις στην μπάλα ευθεία κατεύθυνση προς το καλάθι. Το μεγάλο πρόβλημα ήταν ότι έπρεπε να έχει δύο διαφορετικά στυλ στο σουτ. Άλλο για τις βολές κι άλλο για να σουτάρεις εντός παιδιάς.
Αν και τη βλέπουμε ακόμα, δεν είναι στο καθιερωμένο ρεπερτόριο των σέντερ και γενικά των παικτών μέσα στη ρακέτα. Τότε, ήταν απαραίτητη στο επιθετικό ρεπερτόριο των ψηλών.
Η διαφορά της ραβέρσας με το hook είναι κυρίως η κίνηση του χεριού με την μπάλα. Στη ραβέρσα, οι δύο ώμοι ήταν σε ευθεία με το στεφάνι. Η μπάλα ήταν στο “εξωτερικό” χέρι αλλά έκανε μια κίνηση μακριά από το κορμί κι έδινε μεγαλύτερη καμπύλη στην μπάλα. Ενώ στο hook το χέρι υψώνεται κάθετα και δουλεύει κυρίως ο καρπός.
Μιλώντας για αυτά, δεν μπορούμε παρά να αναφερθούμε στο θρυλικό sky-hook του Λιού Άλτσιντορ, γνωστού κυρίως ως Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ. Ήταν πανύψηλος, είχε εξαίρετο άλμα, μακριά χέρια και θανατηφόρα ευστοχία ακόμα κι από τα 5-6 μέτρα. Αδύνατον να τον σταματήσει κανείς.
Τότε ήταν πολύ πιο συνηθισμένη, σχεδόν επιβεβλημένη μετά από ντρίμπλα και σχεδόν επιβεβλημένη για όποιον ήταν κοντά στο καλάθι. Κι ήταν πολύ πιο συχνή η προσποίηση πάσας πριν το σουτ. Ειδικά στο μπάσιμο… Τέλος, ήταν οδηγία όταν κάνει πίβοτ ο σέντερ να κάνει προσποίηση πριν το σουτ. Σήμερα, η προσποίηση αφορά κυρίως στο αν θα κάνεις κίνηση με ντρίμπλα. Και συνήθως οι σέντερ προτιμούν το hook παρά την προσποίηση και το σουτ γυρισμένοι προς το καλάθι.
Κατά τη γνώμη μου, είναι η πιο σημαντική, η πιο καθολική και πιο παραγνωρισμένη αλλαγή.Στα ‘80s ήταν κανόνας να σουτάρεις με τη χρήση του ταμπλώ. Μάλιστα η οδηγία ήταν να σημαδεύεις την πάνω γωνιά στο τετραγωνάκι πάνω από το στεφάνι – καταλάβατε τώρα σε τι χρησιμεύει ?! Το σουτ με ταμπλό ήταν επιβεβλημένη επιλογή από οποιαδήποτε θέση εκτός ορίων της γραμμής του φάουλ. Κι αυτός ήταν ένας λόγος που ήταν πολύ λιγότερα τα σουτ από τις γωνιές και τις ευθείες του ταμπλό. Ακόμα και από την σχεδόν ευθεία οι σέντερ προτιμούσαν να σουτάρουν με ταμπλό μιας κι αυτό τους έδινε επίσης περισσότερο χρόνο κι ευκαιρίες για να διεκδικήσουν το επιθετικό ριμπάουντ.
Είναι πολύ πιο δύσκολο να το μαρκάρεις ατομικά, είναι πολύ δύσκολο να το μαρκάρεις με βοήθεια γιατί αυτομάτως η άμυνα έχει μεγάλα κενά και ξεμαρκάριστο παίκτη. Πάνω από όλα, ένα ποσοστό ευστοχίας ακόμα και 33% είναι μια χαρά. Γιατί ισοδυναμεί με 50% σε δίποντο. Βάζεις 3/9 κι έχεις επιθετική συγκομιδή 9 πόντων, 50% ανά σουτ. Κι αν το ποσοστό ανέβει στο 40%, η απόδοση εκτοξεύεται στο 60%.
Δείτε το επόμενο παιχνίδι μπάσκετ και σκεφτείτε λίγο… Πόσα άλλαξαν στην επίθεση, πόσα άλλαξαν γενικά στο παιχνίδι! Κι όμως, το μπάσκετ ήταν τότε συναρπαστικό κι υπέροχο, είναι σήμερα συναρπαστικό κι υπέροχο. Τόσο διαφορετικό και τόσο ίδιο.